- κονκάρδα
- insigne
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κονκάρδα — κονκάρδα, η και κογκάρδα, η και κοκάρδα, η (λ. ιταλ. ή γαλλ.) 1. μικρός ρόδακας στο καπέλο ή στην κουμπότρυπα που φέρεται ως σήμα. 2. το εθνόσημο στα στρατιωτικά πηλήκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κονκάρδα — και κογκάρδα και κοκάρδα, η 1. μικρό διακριτικό σήμα σε καπέλο, σε ένδυμα ή σε διάφορα βιομηχανικά προϊόντα 2. το εθνόσημο που τοποθετείται πάνω στο πηλήκιο τών στρατιωτικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cocarde, θηλ. τού cocard < coq «πετεινός»] … Dictionary of Greek
κογκάρδα — η βλ. κονκάρδα … Dictionary of Greek
κοκάρδα — η βλ. κονκάρδα … Dictionary of Greek
σήμα — (Νομ.). Στα νομικά, σ. χαρακτηρίζεται κάθε σημείο χρήσιμο για να ξεχωρίζει την προέλευση των κάθε λογής βιομηχανικών, γεωργικών κλπ. προϊόντων, καθώς και εμπορευμάτων ορισμένης εμπορικής επιχείρησης. Σ. ονομάζεται και αυτό το ίδιο το διακριτικό… … Dictionary of Greek
Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… … Dictionary of Greek
σήμα — το, ατος 1. συμφωνημένο και καθιερωμένο σημάδι, ηχητικό ή οπτικό, που με αυτό συνεννοούμαστε: Δόθηκε το σήμα για την εκκίνηση των αθλητών. – Πήραν σήμα να επιστρέψουν πίσω. – Σήμα κινδύνου. 2. ειδική παράσταση που χρησιμοποιείται ως σύμβολο μιας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)